σταχολόγημα

σταχολόγημα
το, Ν
βλ. σταχυολόγημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταχολόγημα — το βλ. σταχυολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταχυολόγημα — και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ] 1. το να μαζεύει κάποιος στάχια 2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”